- ἐφεύρεσις
- ἐφεύρ-εσις, εως, ἡ,A discovering, discovery, Sch.D.T.p.31 H., Just.Nou.84.1.1 (pl.), David Proll.44.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐφεύρεσις — discovering fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφευρέσει — ἐφεύρεσις discovering fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐφευρέσεϊ , ἐφεύρεσις discovering fem dat sg (epic) ἐφεύρεσις discovering fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφευρέσεις — ἐφεύρεσις discovering fem nom/voc pl (attic epic) ἐφεύρεσις discovering fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφευρέσεσι — ἐφεύρεσις discovering fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφευρέσεσιν — ἐφεύρεσις discovering fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφεύρεσιν — ἐφεύρεσις discovering fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφεύρεση — Επινόηση (δημιουργία) ενός αντικειμένου, που δεν υπήρχε στη φύση και το οποίο είναι κατάλληλο για να ικανοποιήσει καθορισμένες ανθρώπινες ανάγκες. Η ε. διαφέρει συνεπώς από την ανακάλυψη, η οποία, αντίθετα, είναι η αναγνώριση και η πιθανή… … Dictionary of Greek
ἐφευρέσεων — ἐφευρέσεω̆ν , ἐφεύρεσις discovering fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφευρέσεως — ἐφευρέσεω̆ς , ἐφεύρεσις discovering fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)